-
1 συνταρρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνταρρόομαι
См. также в других словарях:
συνταρρούμαι — όομαι, Α [σύνταρρος] 1. συμπλέκομαι, μπερδεύομαι 2. είμαι γεμάτος πλεγμένες ρίζες («ὥστε συνταρροῡσθαι τὰ χωρία», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek